Η επιστολή του Ενετού δούκα της Κρήτης με τις εκπληκτικές περιγραφές για το σεισμό της 29ης Μαΐου 1508
του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakisalekos@gmail.com
Στις 29 Μαΐου του 1508 στην Κρήτη έγινε ένας από τους σφοδρότερους σεισμούς στην ιστορία, με σημαντικές καταστροφές και δονήσεις σ΄ όλο το νησί, αλλά κυρίως στον Χάνδακα και την Ιεράπετρα. Η πόλη του νομού Λασιθίου, μάλιστα, ισοπεδώθηκε και δεν ξανακτίστηκε παρά μετά από πολλά χρόνια και, ως μια μικρή κώμη με μικρό φρούριο, όπως λέει ο Ελευθέριος Πλατάκης. Σοβαρές ζημιές υπέστη και η Σητεία, αλλά και πολλές άλλες περιοχές της ανατολικής Κρήτης. Λιγότερο επλήγη η δυτική Κρήτη, αλλά ζημιές υπήρξαν στο Ρέθυμνο και τα Χανιά. Στο Χάνδακα μόνο 4-5 σπίτια έμειναν κατοικήσιμα, ενώ κατέρρευσαν πολλές εκκλησίες και όλα τα καμπαναριά της πόλης. Ανάμεσα στα κτίρια που υπέστησαν μεγάλες καταστροφές ήταν ο ναός του Αγίου Τίτου (όπου βρίσκεται και ο σημερινός ναός), ο Άγιος Μάρκος (η σημερινή Βασιλική), το Δούκικο Ανάκτορο (απέναντι από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, επί της σημερινής πλατείας Λιονταριών), ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το αρχαιολογικό μουσείο, ο ναός του Σωτήρος (το Βαλιδέ Τζαμί, στον οποίο η χούντα επεφύλασσε χειρότερη αντιμετώπιση από τον Εγκέλαδο, καθώς τον κατεδάφισε…)
Για τον συγκεκριμένο σεισμό, τον οποίο ο Βασίλης και η Κατερίνα Παπαζάχου στο βιβλίο τους για την ιστορία των σεισμών, υπολογίζουν ότι διήρκεσε 15-20 δευτερόλεπτα και ήταν 7,2 Ρίχτερ, υπάρχουν αναλυτικές περιγραφές, με σημαντικότερη εκείνη του Ενετού Δούκα του νησιού Ιερώνυμου Δονάτου, ο οποίος έζησε τα γεγονότα ευρισκόμενος στο Χάνδακα. Ο Δονάτος 1,5 μήνα μετά το σεισμό, κι ενώ ακόμη η γη κάτω από τα πόδια των κατοίκων σειόταν, έγραψε στο φίλο του Πέτρο Κονταρηνό, περιγράφοντάς του πλήρως και με συγκλονιστικό τρόπο τα γεγονότα που ζούσε. Θα ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, η ολοκληρωμένη μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα. Δίνοντας την εικόνα γι’ αυτό που έζησε, γράφει στο φίλο του χαρακτηριστικά ο Δούκας-ένας λόγιος της εποχής και πιστός στο Θεό άνθρωπος-ότι “ο σεισμός διήρκεσε μέχρι να πεις το πάτερ ημών γρηγορότερα!”.
“Τα σπίτια”, γράφει ακόμη ο Δονάτος “κουνήθηκαν ακριβώς όπως σαλεύουν τα καράβια, όταν τα κύματα είναι ταραγμένα”. Την επιστολή διατήρησε στα Λατινικά ο Cornelius στο δεύτερο τόμο του περίφημου έργου του Creta Sacra (“Ιερή Κρήτη”). Υπάρχουν επίσης ποιήματα που γράφηκαν με αφορμή το συγκλονιστικό γεγονός, τα οποία μας δίνουν πληροφορίες όχι μόνο για το σεισμό, αλλά και για την πρωτεύουσα της Κρήτης στις αρχές του 16ου αιώνα, τους δρόμους και τις πλατείες της, τα κτίριά της και τις καταστροφές που επέστησαν.
Το σεισμό έχουν περιγράψει επίσης περιηγητές ενώ υπάρχουν και ενθυμήσεις, σημειώσεις, δηλαδή για τις ημέρες εκείνες σε χειρόγραφα ιδιωτικά ή δημόσια, κάτι σαν ημερολόγια, θα λέγαμε σήμερα. Πριν το σεισμό ακούστηκε θόρυβος, ενώ η δόνηση διήρκεσε αρκετή ώρα. Ολόκληρη η Κρήτη συγκλονίστηκε και οι νεκροί ξεπέρασαν τους 300, όπως αναφέρει στο ίδιο κείμενο ο Δούκας, ενώ υπάρχουν άλλα κείμενα περιηγητών που ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων ακόμη και στους 30.000 (!), όπως ο Jodocus, τον οποίο αναφέρει ο Ελευθέριος Πλατάκης. Ο προσκυνητής Georgius μιλάει για 600 νεκρούς. Πάντως ο Πλατάκης αναφέρει ότι πιθανότατα έχει δίκιο ο Δονάτος, καθώς ως ο πολιτικός υπεύθυνος του νησιού είχε και την αρμοδιότητα να καταγράψει επίσημα τον αριθμό των νεκρών. Στην πόλη του Χάνδακα έπεσαν σχεδόν όλα τα σπίτια, εκτός από 4-5, ενώ υπέστησαν σημαντικές καταστροφές τα Τείχη. Η πόλη της Ιεράπετρας καταστράφηκε εντελώς και δεν ξαναχτίστηκε παρά στα τέλη του 16ου αιώνα, ως μια μικρή κώμη με αντιστοίχως μικρό φρούριο. Μεγάλες καταστροφές υπέστη και η Σητεία.
Ο σεισμός χτύπησε κυρίως την ανατολική Κρήτη, ενώ η δυτική είχε πολύ λιγότερα προβλήματα. Κυρίως οι πόλεις των Χανίων και του Ρεθύμνου υπέστησαν τις συνέπειες. Η δόνηση έγινε αισθητή σχεδόν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και στη Ζάκυνθο, την Κύπρο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ο Πλατάκης αναφέρει ότι η επικεντρική περιοχή του σεισμού θα πρέπει να τοποθετηθεί στη θάλασσα βορειοανατολικά της Κρήτης, κοντά στην Κάρπαθο. Στο ιστορικό περιοδικό σύγγραμμα του Πέτρου Λάμπρου “Νέος Ελληνομνήμων” (τόμος 7, 1910) υπάρχει σημείωση σχετική με το σεισμό, με αρκετές ανορθογραφίες και λάθος χρόνο.
Αντί του 1508 αναφέρεται το 1608, με τον Π. Λάμπρου να διορθώνει το χειρόγραφο. “1508-Μην Μάιος κθ’ εγήνην σεισμός μέγας εν τη νήσω Κρίτη ώστε και η χώρα του Χανδάκου εχάλασε μερικώς και επλάκωσεν πολλήν λαόν εις τας β’ ώρας της νυκτός βα’ εσπέρας. Ετους ζιζ’ ινδ. ια’ ηλίου κύκλος ιζ’ και της σελήνης στ’, θεμέλιον κη’ εις αφη’ γραφή ρισνάγγαμμα Λοστωμαρά σογιώργε (=Γεώργιος αμαρτωλός Μαγγανάρις)”. Οπως αναφέρει ο Λάμπρου, η σημείωση βρίσκεται “εν τέλει του κώδικος 526 της εν Αγίω όρει μονής Ιβήρων. Ως έτος, εις ο αναφέρεται το σημείωμα, απεδέχθην το αφη’, εν συγκρίσει προς το ανωτέρω υπ’ αρ. 168 αλλά προς τούτο δεν συμφωνεί το ζιζ’, διορθωτέον εις ζιστ’ ουδέ συμπίπτουσιν οι σημειούμενοι κύκλοι ηλίου και σελήνης”.
Μια ακόμη ενθύμηση, που περιλαμβάνεται στον κώδικα ο οποίος διατηρείται στη εθνική βιβλιοθήκη των Παρισίων, που περιέχει και άλλα κείμενα για την Κρήτη, μεταξύ αυτών και εγκύκλιο επιστολή του ιερέα Ιωάννη Πλουσηδιανού προς τους ιερείς του Χάνδακα. Η ενθύμηση προηγείται της επιστολής κι είναι γραμμένη από το γιό του κωδικογράφου Γεωργίου Αγαπητού, Μανούσου, είναι δημοσιευμένη από τον Μ.Ι. Μανούσακα στα “Κρητικά Χρονικά” (τόμος ΙΑ’, 1957) και σ’ αυτήν αναφέρεται (διατηρείται απολύτως η γραφή): “Εις αφη’ μην(ί) μαΐω κθ. εγινετον σησμός, ο μεγάλος και χάλασε την χόρα χάνδακο και τα χορϊα και τα καστέληα. εγο ο Μανούσος, ο αγαπιτός υιός του Γεωργ(ίου) γράφο: και εις τούτο το σημϊον εγήνοντα σήσμιϊ ημέρες μ.” Η πολιτεία του Χάνδακα ερήμωσε. “Οι γειτονιές αλάλητες και παραπονεμένες”, γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Μανουήλ Σκλάβος, στη “Συμφορά της Κρήτης”, ένα από τα ποιήματα που γράφηκαν για να περιγράψουν το δράμα που έζησε το νησί.
Ο Στυλιανός Αλεξίου, στο έργο του “Το Κάστρο της Κρήτης και η ζωή του”, σημειώνει ότι ένας προσκυνητής, που πέρασε από το Κάστρο ύστερα από το σεισμό, περιγράφει μια παράξενη τελετή, που έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή του ίδιου χρόνου. Σκοπός της τελετής ήταν η εξιλέωση του Θεού και η συγχώρεση των αμαρτιών, που, όπως όλοι (και ο Δονάτος) πίστευαν, είχαν φέρει το σεισμό. “Τριακόσιοι Βενετοί και Γραικοί στη γραμμή-γράφει στο βιβλίο του ο σοφός Καστρινός-με το πρόσωπο και το υπόλοιπο σώμα σκεπασμένο και γυμνή την πλάτη, γύριζαν τους δρόμους και τις πλατείες μαστιγώνοντας δυνατά ο ένας τον άλλον, τόσο σκληρά, ώστε τα αίματα έτρεχαν στα φορέματά τους και κάτω στη γη. Αλλοι το έκαναν αυτό για συγχωρεθούν οι ίδιοι και άλλοι για λογαριασμό τρίτων με αμοιβή. Πλήθος άντρες, γυναίκες και παιδιά ακολουθούσαν την πομπή φωνάζοντας οι καθολικοί misericordia και οι Γραικοί “ελέησον , ελέησον”.
Ο σεισμός, γράφει ο Παναγιώτης Κριάρης στην “Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων” (πρώτος τόμος, 1930), ήταν “φοβερώτατος, συνοδευόμενος υπό υφαιστιωδών φαινομένων, κατηρείπωσε πολλά μέρη της νήσου, ιδίως δε την Ιεράπετραν και την Σητείαν και αυτόν τον Χάνδακα και εφόνευσε περί τας 30 χιλ. ανθρώπων (σ.σ. ο αριθμός σήμερα θεωρείται υπερβολικός). Είναι αληθές ότι η Ενετική σύγκλητος πληροφορηθείσα τα των αποτελεσμάτων του σεισμού έσπευσε να διατάξη όπως χορηγηθώσιν εις τους σεισμοπαθείς χρηματικά βοηθήματα εκ του δημοσίου ταμείου και άλλα δώρα εστάλησαν όπως ανακουφισθώσι κατά το δυνατόν οι παθόντες (σ.σ. ο Π. Κριάρης μεταφέρει αυτή την πληροφορία από το έργο του Giacomo Diedo “Storia della Repuplica di Venezia”- “Ιστορία της Δημοκρατίας της Βενετίας”), αλλά τούτο απετέλει συγκινητικήν εξαίρεσιν της ενετικής τακτικής, καθ’ ην πάσα δαπάνη εδικαιολογείτο μόνον εάν εγίνετο υπέρ των εν τη νήσω στρατιωτικών δυνάμεων της δημοκρατίας”. Στα 1512 φτάνει στο Χάνδακα ο Domenico Trevisan, πρεσβευτής της Βενετίας στην Αυλή του σουλτάνου της Αιγύπτου. Εχουν περάσει 4 χρόνια από την καταστροφή κι ο ίδιος στο χρονικό της περιήγησής του (Κυριάκος Σιμόπουλος. “Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 330 μ.Χ.1700”, 1972) γράφει: “Πρέπει να είχε κάποτε πολύ όμορφα σπίτια ο Χάνδαξ. Τώρα είναι ερείπια εξαιτίας του σεισμού που έγινε τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου (σ.σ. ο περιηγητής από λάθος αναφέρει Μάρτιο και όχι Μάιο) 1508. Βλέποντάς τα θλίβεται η ψυχή σου, όπως όταν σεργιανίζεις στη Ρώμη. Ελάχιστες κατοικίες έχουν επισκευασθή. Ολα τα σπίτια της πολιτείας και των προαστείων είναι χαλάσματα, εκτός από τρία. Χάθηκαν πεντακόσιες ψυχές. Ο Θεός να προστατεύη τη Χριστιανοσύνη, κι όλες τις πολιτείες της. Δεν είναι περίεργη η μεγάλη έκταση των καταστροφών: εδώ, αντί να χρησιμοποιούν ασβέστη για τις οικοδομές περιορίζονται στη λάσπη, που δεν προσφέρει καμιά στερεότητα”. Από το ίδιο βιβλίο του Κ. Σιμόπουλου πληροφορούμαστε για μια ακόμη αναφορά περιηγητή που επισκέφτηκε το Χάνδακα μετά το σεισμό του 1508. Ο Jacque le Saigre βρέθηκε στην πόλη τον Ιούλιο του 1518 και οι πρώτες του εντυπώσεις ήταν: “Μας είχαν πη ότι ο Χάνδαξ έμοιαζε με τις πιο όμορφες πόλεις της Γαλλίας. Είδαμε το αντίθετο. Ολα τα σπίτια έχουν γκρεμισθή από το σεισμό του 1500 (σ.σ. κάνει λάθος τη χρονολογία ο Γάλλος περιηγητής) που έθαψε στα ερείπια επτά χιλιάδες ψυχές. Πριν από την καταστροφή τα σπίτια ήταν σωστά παλάτια κι είχαν ταράτσες, έτσι που μπορούσε κανείς να περπατάει στις σκεπές όπως και στους δρόμους. Αυτές οι ταράτσες είναι τόσο στεγανές που δεν τις διαπερνά η βροχή. Τα νερά περνούν από λούκια και φεύγουν”. Στο σεισμό του 1508 αναφέρονται όλοι οι ιστορικοί περιηγητές, ενώ ο Αντώνιος Γιάνναρης στο έργο του “Περί Ερωτοκρίτου και του ποιητού αυτού” (1889), αφού υιοθετεί την άποψη περί 30.000 θυμάτων της καταστροφής, σημειώνει ότι και η Σητεία μετεβλήθη εις “ερειπιώδη κώμη”. Υπάρχουν ακόμη στίχοι του Ηieronymus Bononius αφιερωμένοι στο λόγιο Μάρκο Μουσούρο, που αναφέρονται στο σεισμό. Οι στίχοι υπάρχουν στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και παρουσιάστηκαν από τον Π. Δ. Μαστροδημήτρη στα “Κρητικά Χρονικά” (“Ο σεισμός της Κρήτης (1508)” και ο Μάρκος Μουσούρος”, “Θησαυρίσματα”, τόμος 7, 1970.
Στη συνέχεια δημοσιεύομε την επιστολή του Δονάτου στο φίλο του Κονταρηνό, σε μετάφραση από τη Λατινική, αλλά και σχολιασμούς του φιλολόγου Λευτέρη Αλεξίου με πληροφορίες για την πόλη του Χάνδακα και τα κτίριά της.
Η επιστολή του Δούκα
Την επιστολή του Δούκα της Κρήτης Ιερώνυμου Δονάτου την μετάφρασε από τα λατινικά και την παρουσίασε το 1948 ο Λευτέρης Αλεξίου, αδελφός της Έλλης και της Γαλάτειας Αλεξίου, γνωστός εκπαιδευτικός και λόγιος του Ηρακλείου. Η επιστολή είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες, από τον Ιανουάριο του 1948, στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Ηρακλείου «Νέα Χρονικά», που είχε εκδώσει πριν την «Πατρίδα» ο Αθηναγόρας Μυκωνιάτης.
Ο Λ. Αλεξίου σημείωνε ότι ο Δονάτος ήταν ένας άνθρωπος μεγάλης αξίας, φιλάνθρωπος και ελεήμων, θεοσεβούμενος, με μόρφωση κλασική. Την επιστολή του ο Δούκας την είχε στείλει 1,5 μήνα μετά το φοβερό σεισμό (στις 15 Ιουλίου 1508) στο φίλο του Πέτρο Κονταρηνό. Ο Δονάτος, αυτόπτης μάρτυρας της θεομηνίας, περιγράφει με πολύ ζωντανό και προφανώς ακριβή τρόπο τα γεγονότα των ημερών εκείνων, μεταδίδοντας ακόμη και στο σημερινό αναγνώστη την τραγική ατμόσφαιρα, την αγωνία για το Χάνδακα και τους ανθρώπους του. Στο κείμενο μας δίνει ακόμη πολλές πληροφορίες για το Χάνδακα και τις συνοικίες του, αλλά και τα κτίρια.
Η επιστολή διασώθηκε από τον Φλαμίνιο Κορνήλιο στο εκπληκτικό του βιβλίο Creta Sacra (Ιερή Κρήτη) το οποίο εκδόθηκε στη Βενετία το 1755 και παρουσιάζει την Κρήτη της Ενετοκρατίας.
«Για να καταλάβουμε καλύτερα την περιγραφή που μας κάνει ο Δούκας, είναι ανάγκη να πούμε λίγα πράγματα», έγραφε διευκρινιστικά ο Λευτέρης Αλεξίου.
“Ο Χάνδαξ περιωριζότανε τότε στα παλαιά του τείχη, που διήκαν από την περιοχή του Μουσείου, ακολουθούσαν την νοτία παράλληλο του δρόμου των Τριών Καμαρών ίσαμε το Δημοτικό Μέγαρο του κέντρου, όπου η κεντρική πύλη, που οι Βενετοί την ωνόμαζαν Voltone, ακολουθούσαν ύστερα το δρόμο των δικηγορικών γραφείων με τις καμαρωτές στέγες και κατέληγαν στην πύλη Κούμ – Καπύ, που επί Βενετών ελεγότανε Πύλη του Δερματά.
Οταν ο Δονάτος μιλεί για το Χάνδακα, εννοεί αυτό μονάχα το μέρος του σημερινού Ηρακλείου. Τα μεγαλοπρεπή τείχη που βλέπομε σήμερα να περιβάλλουν την πόλη, δεν υπήρχαν τότε. Πέρασε μισός περίπου αιώνας μετά το 1508, για ν’ αρχίση η οικοδομή των.
Το δουκικό παλάτι βρισκότανε στο τετράγωνο αντίκρυ στο κινηματοθέατρο Μινώα, και παρέμεινε εκεί από τον καιρό της δεύτερης βυζαντινής περιόδου, πριν από το 1204, ίσαμε τον ερχομό των Τούρκων. Φαίνεται, πως το παλάτι ήτανε περιτειχισμένο, όπως δείχνουν τα καμαρωτά στεγάσματα των μαγαζιών, που βρίσκονται σε κείνη την περιοχή. Ένα απ’ αυτά τα καμαρωτά μαγαζιά, χρησίμευε ως είσοδος του παλατιού.
Όλο το εκτός των παλαιών τειχών μέρος, του σημερινού Ηρακλείου, πολύ αραιά οικοδομημένο κατά την εποχή του σεισμού, με περιβόλια, χωράφια και αμπέλια, ωνομαζότανε γενικά με την ιταλική λέξη “μπούργος”, δηλαδή προάστειο.
Ο δρόμος του λιμανιού ήταν η κυριώτερη αρτηρία της πολιτείας. Διαιρούσε την πόλη σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Ξεκινούσε από την πύλη του λιμανιού και κατέληγε στην πύλη της πόλεως Voltone και λεγότανε από τους Βενετούς Ruga Magistra, δηλαδή Μεγάλος Δρόμος, ή και απλώς Magistra”.
Ακολουθεί η συγκλονιστική επιστολή του Δονάτου:
“Ο Γερώνυμος Δονάτος, Δόκτωρας και Δούκας της Κρήτης της προς τον Πέτρο Κονταρηνό Ευσεβιανό, με την ευχή να ‘ναι καλά.
Το σεισμό που τώρα τελευταία, ενώ ετοιμαζόμουνα να επιστρέψω στη Βενετιά, εσυντάριαξε σφιχτά όλο το νησί της Κρήτης, δε μπορώ να τον ξαναφέρω στο μυαλό μου, χωρίς ν’ ανατριχιάση η ψυχή μου. Ούτε μπορώ να σου τον περιγράψω χωρίς δάκρυα.
Θα το κάμω όμως, όχι μόνο για να μάθης, ότι εσώθηκα, και γω και οι δικοί μου, από ένα τέτοιο κίνδυνο, παρά και για ν’ ακούσουν όλοι τι έγινε και να διδαχθούν από τους κινδύνους μας, να ζούνε κατά το θέλημα του Θεού και να φοβούνται το Θεό.
Στις 29 του Μάη (1508), στις 2 η ώρα της νύχτας, η Κρήτη σείστηκε από δυνατότατο και φριχτότατο σεισμό και πιο πολύ ο Χάνδαξ.
Η ίδια τούτη τωρινή πρωτεύουσα, όπως και η έδρα της δουκικής αρχής, εν μέρει γκρεμίστηκαν και εν μέρει σείστηκαν σε τέτοιο σημείο, ώστε κι αν ένα μέρος των κτηρίων δεν κατάρρευσε ολότελα, αυτό που υπάρχει ελπίδα να επισκευαστή, εξ αιτίας των ρηγμάτων που χάσκουνε στους τοίχους κι από τον κίνδυνο να καταρρεύση περισσότερο προοιωνίζει κακό, παρά που υπόσχεται καλό, με το πώς δεν γκρεμίστηκε μια και καλή.
“Προηγήθηκε από το σεισμό μια θαυμαστή ησυχία του αέρα και της θάλασσας, που κράτησε όλη τη μέρα κείνη. Κανένα μέρος τ’ ουρανού δεν ήτανε σκεπασμένο με σύννεφα. Καμμιά αύρα δε φυσούσε. Μόνο που ο ήλιος ήτανε χλομός κι ως να ‘τανε γεμάτος σκόνη ο αέρας.
“Την ώρα που θα κινούσε ο σεισμός, γρικήθηκε τρομαχτικό μουγκρητό και σάλαγο, σαν από όπλα που χτυπιόντουσαν μεταξύ τους. Ενα βουητό και γω δεν ξέρω σαν τι. Τα κτήρια κουνήθηκαν με τέτοιο ακριβώς τρόπο, όπως συνηθίζουνε να κουνιούνται τα πλοία, άμα συνταραχθούνε τα κύματα της θάλασσας, και φαίνονται όχι μόνο να γέρνουνε προς τα πλευρά, μα και να ανασηκώνωνται σαν να πηδούνε.
“Υστερ’ απ’ αυτό, με το γκρέμισμα των οικοδομών, τόσος κρότος αντιλάλησε, ώστε φάνηκε, πως χάθηκε σχεδόν απ’ τ’ αφτιά μας η ικανότητα της ακοής. Και τόσο πυκνή σκόνη σηκώθηκε που μόλις μπορούσε κανένας να πάρη ανάσα.
“Ολοι πιστεύανε, πως δεν ήτανε σεισμός αυτός παρά πως είχε φτάσει η στερνή μέρα της μοίρας, δηλαδή της θεϊκής βουλής, όταν όλος ο κόσμος μαζύ θα δοκιμάση την έσχατη κακοτυχιά του.
“Εγώ εκείνη την ώρα είχα ότι αποχωρήσει, με σκοπό να πλαγιάσω, κι είχα βρεθεί στη μεσαία κρεββατοκάμαρη, όπου βρίσκεται το κρεββάτι εκστρατείας, που συνηθίζω να έχω μαζί μου στις αποστολές και στα ταξίδια μου”.
Ευθύς σαν πρωτοένιωσα να σειούνται όλα τα γύρω και προπάντων τα δοκάρια να τινάζωννται με μεγάλο θόρυβο, ενώ ψηλά από τους τοίχους κι από τη σκεπή έπεφταν ασβέστες και κομμάτια πέτρες, φόρεσα μόνο ένα λινό ρούχο και με γυμνά ποδάρια σηκώθηκα βιαστικά.
Η γυναίκα μου έρχεται σε μένα ευθύς, μαζί με τα επίλοιπα μέλη της οικογενείας μου, που είχε βρεθή στη γειτονική κρεββατοκάμερα. Σ’ αυτήν ένα μεγάλο μέρος του τοίχου γκρεμίστηκε σε λίγο.
Αρπάζω βιαστικά το Γιάννη -Φραγκίσκο μου, το μικρότερο αγόρι μου, με τ’ αξιαγάπητα φυσικά. Βγαίνομε όλοι και μαζευόμαστε στην υπαίθρια ταράτσα, που συνέχεται με τον κοιτώνα μου.
Εστέκαμε εκεί κατάπληκτοι, όταν έπαψε ο σεισμός, αφού εκράτησε τόσο διάστημα περίπου, όσο θα ‘θελε κανένας, για να πή το πάτερ ημών κάπως γρηγορώτερα.
Ευθύς ύστερα εκατεβήκαμε στην κεντρική αυλή του παλατιού. Η αίθουσα των ακροάσεων, στη βορεινή μεριά, είχε καταπέσει. Οι σκάλες ήσανε σκεπασμένες με χαλάσματα, σκασμένα δοκάρια και τάβλες.
Αλλά η αυλή δε μου φαινόταν αρκετά ασφαλισμένη, εξ αιτίας των υψηλών γύρω οικοδομών. Κατάφυγα λοιπόν σ’ ένα ανοιχτότερο μέρος της αγοράς (σημείωση Λ. Αλεξίου: Πρόκειται για την πλατεία του κέντρου. Η κρήνη Μωροζίνη δεν υπήρχε ακόμη. Φαίνεται πως η πλατεία εχρησιμοποιείτο και σαν αγορά), όχι μακριά από το παλάτι, όπου υπήρχε λιγώτερος φόβος από το πέσιμο των τοίχων, μέσα σε κάποια ξύλινη παράγκα, όπου οι Ιουδαίοι κάνουνε τον έλεγχο των κοριτσιών.
Εδώ πέρασα όλη τη νύχτα άγρυπνος, άλλοτε καθισμένος κι άλλοτε περιπατώντας έξω.
Στο μεταξύ όλος ο λαός, ανάκατοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, σαν κυνηγημένοι από εχθρούς, περνούσανε την πύλη της πολιτείας, (που βρίσκεται σε κείνη την πλατεία), και με θρήνους έβγαιναν έξω, γεμίζοντας τα πάντα με γοερές κραυγές.
Ιερείς, που τους ακολουθούσανε τα πλήθη, περιφέρανε τις άγιες εικόνες κι αυτό ακόμα το άγιο σώμα και το αίμα του Κυρίου, με αναμμένες τις λαμπάδες, και όλη τη νύχτα διατρέχανε την πολιτεία και το προάστειο και λέγανε προσευχές. Ακολουθούσε αμέτρητο πλήθος από άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και τάξης, που με δυνατές φωνές και ποταμό τα δάκρυα, ζητούσανε τον οίκτο του Θεού.
Οι λιτανείες αυτές μονάχα από την αγορά κι από το προάστειο μπορούσανε να περάσουνε. Γιατί κι αυτός ακόμα ο κεντρικός πλατύς δρόμος, που φέρνει στο λιμάνι και λέγεται Μαγίστρα, στρωμένος με βουνά από πέτρες, δοκάρια, τάβλες κι άλλα ξύλα, δεν άφηνε κανένα να περάση. Από τους επίλοιπους δρόμους της πολιτείας, που είναι πιο στενοί, δε μπορούσε καθόλου να προχωρήση κανένας, χωρίς κίνδυνο, με το να κρέμωνται παντού τοίχοι ραγισμένοι.
Μόνο τέσσερεις ή πέντε οικοδομές έμειναν, όπου μπορεί κανένας να κατοικήση χωρίς επισκευές.
Στο μεταξύ μαθαίναμε πως πολλοί είχανε πλακωθή κάτω από τα χαλάσματα και πολλοί μισοπεθαμένοι ετραβιόντανε μέσα απ’ αυτά. Μαθαίναμε ακόμα πως πολλές γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους είχανε θαφτή κάτω από τα ερείπια.
Ακατάπαυτη και λυπητερή ψαλμωδία ακουγότανε μέσα από τους λυγμούς των θλιμμένων θρήνων. Κι άμα τραβούσανε μέσα από τα χαλάσματα καινούργια πτώματα, τα κήδευαν ευτύς μονάχα με τα δάκρυά τους και χωρίς άλλη πομπή.
Αναμετρώντας τη φρίκη της νύχτας εκείνης, μου ήρθανε στο μυαλό οι βιργιλιανοί στίχοι:
“Ποιος θα διηγηθή τη σφαγή της νύχτας εκείνης; Ποιος με λόγια θα πη έναν έναν τους θανάτους; ‘Η ποιος θα μπορέση να χύση τόσα δάκρυα, που θα εξισώνονταν με τόσους πόνους;”
Αμα έλαμψε η μέρα, γύρισα πίσω στην αυλή του παλατιού, για να ξαλαφρώσω με ύπνο τα κουρασμένα κι αφανισμένα από τη σκόνη μάτια μου, πλαγιάζοντας σε κανένα απόμερο δωμάτιο. Προπάντων γιατί κείνες τις μέρες υπέφερα ακόμα από τα υπολείμματα μιας αρρώστειας, που για δεκαπέντε σχεδόν ημέρες με είχε βασανίσει με αδιάκοπο νεφρόπονο. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και με τη σοφία και την επιμέλεια του γιατρού Πομπίλιου, θρυμματίστηκε σε μικρότερα κομμάτια και βγήκεν έξω η πέτρα, που είχε πήξει στο νεφρό μου, και σιγά-σιγά αναλάβαινα.
Ετσι λοιπόν, εκεί που ξεκουραζόμουνα, τέσσερεις σχεδόν ώρες ύστερα από την ανατολή του ήλιου, γίνηκε κι άλλος σεισμός, ούτε δυνατός, ούτε με τόση διάρκεια, μα που επροκάλεσε περισσότερο φόβο.
Τότε πια κυλίστηκε στα πόδια μου η γυναίκα μου• και τα παιδιά μου κι όλη μου η σπιτιά άρχισε να με εξορκίζη, να με παρακαλή, να με ικετεύη με δάκρυα, να βγω πια έξω από την πολιτεία, αφού κανένα μέρος μέσα σ’ αυτήν, ακόμα και κάτω από τον ουρανό, δε φαινόταν ασφαλισμένο, έτσι πυκνές που ήσαν οι οικοδομές.
Προσήλθαν κι απ’ τους πατρίκιους κι απ’ τους πολίτες πάρα πολλοί και με συμβουλεύανε να μη θελήσω να μείνω μονάχος σε μιαν αδειανή πολιτεία και σ’ ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο.
Τέλος για να οδηγήσω έξω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, που αρνιόντανε να βγούνε χωρίς εμένα, βγήκα μαζί τους και τους εγκατάστησα στους συνεχόμενους με την πόλη κήπους του Αγίου Δημητρίου (σημείωση Λ.Α. Δυτικά της πύλης του Δερματά Κουμ Καπί) όπου σήμερο τα εργοστάσια. Δεν πρόκειται για τον Αγιο Δημήτριο της παληάς πολιτείας, που λεγότανε “των Μαραγκών” ούτε για την πολεμίστρα του Αγίου Δημητρίου, δηλαδή την Αγ. Τάμπια), αφού έβαλα κι απλώσανε τέντες και κρεμάσανε παραπετάσματα.
Ευτύς ύστερα γύρισα στην αγορά και στην ίδια κείνη ξύλινη παράγκα, που είναι μικρότερη από δύο βήματα, και όπου αφού εγκατάστησα ένα κρεββάτι εκστρατείας, κοιμούμαι ως τώρα τη νύχτα μαζί με τους νυχτερινούς φρουρούς.
Oμως όσες αποφάσεις επήρα τις μέρες εκείνες μέσα στη συμφορά που μας εβρήκε, και όσα σκέφθηκα, για να βρω θεράπιο στην καταστροφή, κι όσα μέτρα έλαβα, δεν κρατιούμαι από το να σου τα πω.
Τίποτε δεν παραλείπομε. Αλλά πρώτα-πρώτα ήτανε χρήσιμο κι αναγκαίο να συγκρατήσουμε μέσα στην πολιτεία εκείνο το πράμα, που μόνο μ’ αυτό μπορεί να υπάρξη πολιτεία. Δηλαδή να κοιτάξουμε πώς η πολιτεία δε θα ερημωθή. Κι επειδή αυτό το ζήτημα κρίνω πως αφορά εμένα κατά πρώτο λόγο, βρίσκομαι πάντα στην αγορά, όπου όχι μόνο κοιμούμαι τη νύχτα, αλλά, σα να βρίσκωμαι στο σπίτι μου, και κάθομαι και περπατώ απ’ έξω και διαβάζω και περνώ ολόκληρο τον καιρό μου.
Και δεν παύω να συμβουλεύω όλους, να προλάβουνε και να κάμουνε με φρονιμάδα κι επιμέλεια αυτό, που ο καιρός και η ανάγκη θα επιβάλουν οπωσδήποτε: Γλήγορα να ριχτούνε στις επισκευές των σπιτιών τους.
Δεν παύω να τους λέω κι άλλα, γεμάτος από θλίψη και κρυφοκλαίοντας. Ομως σκεπάζω την κατάστασή μου μ’ ένα αισιόδοξο πρόσωπο και τους συμβουλεύω και με όποιους τρόπους μπορώ, πασκίζω να μαλακώσω μια τόσο μεγάλη συμφορά, και σαν δημόσιος άρχοντας και σαν ιδιώτης.
Ωστόσο, αυτά τα μεγάλα αποτελέσματα, που προέρχονται από τη φύση, αν και χωρίς φυσικές αφορμές δε μπορούνε να συμβούν, πρέπει όμως να πιστεύωμε, πως είνε στοιχεία της θεϊκής κρίσης. Και για να το κατανοήσης αυτό που λέω με περισσότερη ακρίβεια, άκουσέ με:
Πρώτα-πρώτα, σ’ ένα τόσο μεγάλο σεισμό, και με την αληθινά γενική κατάρρευση κάθε οικοδομής, τα τείχη της πολιτείας, που αποτελούνε μεγάλον όγκο, δεν έπαθαν το παραμικρό και απόμειναν άθικτα σ’ όλα τα σημεία. Κι ό,τι είναι πάρα πολύ περίεργο: Δεν έπαθαν ούτε την παραμικρότερη ραγισματιά. (σ. Λ.Α. Ο Δονάτος στο γεγονός πως δεν έπαθαν βλάβες τα τείχη, βλέπει θεϊκή επέμβαση. Ο Θεός προστατεύει τα συμφέροντα της Βενετίας και κρατεί άθικτα τα τείχη του Χάνδακα. Αν κατέρρεαν τα τείχη, δεν απεκλείετο αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Χάνδακα εκ μέρους των πολλών εχθρών της Νύφης του Αδρία.)
Επειτα σε μια τέτοια καταστροφή σπιτιών, μέσα στην πολιτεία και στον Βούργο (σ. Λ.Α. Αργότερα και τα δυό αυτά μέρη ενώθηκαν και κλείστηκαν στα καινούργια τείχη) ελάχιστοι άνθρωποι χάθηκαν. Και λέω ελάχιστοι, γιατί από τον αριθμό των κατοίκων μιας τόσο πυκνοκατοικημένης πολιτείας, μόλις εφτάσανε τους τριακόσιους ( σ. Λ. Α. Εννοεί τα θύματα της πολιτείας μόνο. Το λέει άλλωστε σαφώς. Τα θύματα του σεισμού σ’ όλη την Κρήτη εφτάσανε τις τριάντα χιλιάδες. (Ιδε Γιάνναρη, Ερωτόκριτος, σελίς 30).
Μέσα σ’ αυτούς χαθήκανε και μερικοί ευγενείς κι άλλοι με όνομα στο λαό.
Στο μεταξύ τρία ή τέσσερα σπίτια το πολύ γκρεμίστηκαν ολότελα. Στα επίλοιπα έπεσε ή το εμπρόσθιο ή το οπίσθιο μέρος τους, στα σημεία όπου τα δοκάρια και τ’ άλλα ξύλα δεν ήσανε καλά δεμένα μεταξύ τους.
Οι υψηλές οικοδομές και τα καμπαναριά, με το να γείρουν και να πέσουν τα επάνω μέρη τους, επροξενήσανε μεγάλη καταστροφή τόσο στις ίδιες τις οικοδομές που ανήκαν όσο και στις γειτονικές.
Ο ναός του Αγίου Τίτου (σ. Λ.Α. Οπου και ο σημερινός, που είναι πρώτη έδρα της εκκλησίας μέσα σε όλο το νησί, χτισμένη σε κάποιαν απόσταση από το καμπαναριό), κατασυντρίφθηκε στο μέρος που βρέθηκε κάτω από το καμπαναριό που κατέπεσε. Το ίδιο συνέβηκε και στο ναό του Αγίου Σωτήρος, (σ. Λ.Α.Το Βαλιδέ Τζαμί, όπου στεγάζονται τα Γυμνάσια ) του Αγίου Πέτρου (σ. Λ.Α. Σώζεται ως ένα μεγαλοπρεπές ερείπιο κοντά στο Μπεντενάκι και χρησιμοποιείται σα ξυλουργείο και εργοστάσιο) και του Αγίου Μάρκου (σ. Λ.Α. Ο κινηματογράφος Μινώα).
Αλλά κι ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου (σ. Λ.Α. Στη μονή των Φραγκισκακών στην περιοχή του Μουσείου) στην ανατολική του πλευρά, απ’ αυτή την ίδια αφορμή της γειτνίασης του καμπαναριού που κατέπεσε, καταστράφηκε φρικτά, όπως κι ένα μεγάλο μέρος του κοινοβίου του.
Ο ναός αυτός που είχε χόρο με διακόσιες σχεδόν θέσεις, ήταν αληθινά περίφημος, για το σωστό τρόπο που λατρευόταν εκεί ο Θεός. Λογαριαζότανε σαν το δοξασμένο αστέρι της Χριστιανοσύνης, για την ακριβή τήρηση των θρησκευτικών κανόνων, μέσα σ’ όλη την Ανατολή. Γιατί θα μπορούσε δικαιωματικά να λογαριαστή ισάξιο με τα πιο φημισμένα κοινόβια της Ιταλίας. Η ανοικοδόμησή του θ’ απαιτήση και δαπάνη και καιρό πάρα πολύ.
Δεν θα παρατρέξω και τούτο το περιστατικό, που είναι πολύ άξιο να παραμείνη. Φυλασσότανε στην κορφή του μεγάλου βωμού το Αγιο Σώμα του Χριστού, κλεισμένο καθώς συνηθίζεται σ’ ένα κρυστάλλινο κουτί ασημοδεμένο. Θάφτηκε λοιπόν κάτω από τα ερείπια. Οι αδελφοί με κάθε φροντίδα γυρεύοντας να το βρούνε και πασκίζοντας με βαθύτατη ευλάβεια να το τραβήξουν έξω, τέλος βρίσκουνε τον άγιο άρτο απείραχτο μέσα στο κρουσταλλένιο αρτοφόριο. Και κείνο το πράμα, που, αν κατά τύχη έπεφτε στο πάτωμα από το χέρι, θα ήτανε θαύμα αν δεν εγινότανε κομμάτια, τώρα κάτω από ένα τέτοιον όγκο πέτρες, κάτω από ένα τόσο βάρος, που έπεσε με τέτοια ορμή και δεν έπαθε κακό. Λένε πως το ίδιο γίνηκε και σ’ άλλες εκκλησίες, αλλά οι φήμες αυτές είναι αβέβαιες. Τούτο όμως και αληθέστατο είναι και βεβαιότατο, ότι μέσα σ’ ένα τόσο μεγάλο αριθμό ιερωμένων, όχι μόνο δεν χάθηκε κανένας, μα ούτε κι έπαθε το πιο παραμικρό χτύπημα.
Αλλά ας γυρίσω στο σεισμό.
“Ολο το νησί της Κρήτης, που έχει μάκρος τριακόσιες χιλιάδες πόδια από τα δυτικά στ’ ανατολικά της, εσείστηκε σ’ όλα του τα σημεία μα και μόνο από τη μέση, ίσαμε την ανατολική της άκρη, δοκιμάστηκε με μεγάλη κατάρρευση οικοδομών. Η Σητεία και η Ιεράπετρα καταστραφήκανε κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, το Ρέθεμνος και η Κυδωνία (σ. Λ.Α. Ονομάζει τα Χανιά με την αρχαία ελληνική ονομασία) αν και σείστηκαν, δεν καταστράφηκαν.
Στη θάλασσα, καθώς επληροφορηθήκαμε τελευταία από πλοία που έφτασαν εδώ από τα πάνω μέρη του Αιγαίου Πελάγους, ο σεισμός εστάθηκε επίσης δυνατός. Τα νησιά σειστήκανε και μαζί μ’ αυτά η ηπειρωτική στεριά και η Φρυγία (σ. Λ.Α. Ονομάζει Φρυγία, πάλι με την αρχαία ελληνική ονομασία, τη Μικρά Ασία γενικά ή ίσως μόνο τα βορειοδυτικά της παράλια”) σε σαράντα σχεδόν μίλια βάθος. Η καταστροφή όμως εκεί δεν ήταν όμοια με της Κρήτης”.
“Eίναι τώρα διακόσια τέσσερα χρόνια από τότε, που η πολιτεία τούτη καταστράφηκε πάλι από σεισμό όχι μικρότερο, σαν ήτανε Δούκας ο Βίτος Κανάλης (σ. Λ.Α. Αρα ο επί Δούκα Κανάλη σεισμός έγεινε το 1304).
Στην περίσταση εκείνη, όπως ανακάλυψα εδώ, σε κάτι παλιά χειρόγραφα που διάβασα, χαθήκανε ως τέσσερεις χιλιάδες άνθρωποι (σ. Λ.Α. Τα θύματα αυτά είναι φυσικά της πολιτείας μόνο). Τούτο γίνηκε εκατό χρόνια πάνω κάτω από τον καιρό που το νησί της Κρήτης έγινε βενετική κτήση. Γιατί τώρα είναι τριακόσια τέσσερα χρόνια (σ. Λ.Α. Ο Δονάτος δέχεται εσφαλμένα, πως οι Βενετοί εγκασταθήκανε στην Κρήτη το 1204, δηλαδή το έτος που οι σταυροφόροι της Δ’ σταυροφορίας κυρίεψαν την Πόλη. Σήμερο είναι γνωστό, πως μόνο κατά το 1211 έμειναν οι Βενετοί μονάχοι κυρίαρχοι της Κρήτης, ύστερα από σκληρούς και μακρούς αγώνες εναντίον των Γενοβέζων), από τότε που το νησί ησυχάζει στην αγκαλιά της βενετσιάνικης λευτεριάς (σ.Λ.Α. Στον καιρό του Δονάτου οι Κρητικοί πραγματικά ησυχάζουν. Ομως ο Βενετός Δούκας μιλώντας για διαρκή ησυχία, ξεχνά σκόπιμα κι αποσιωπά, πως οι πρώτοι αιώνες της Βενετοκρατίας ήσαν πολύ ταραγμένοι, από τους αδιάκοπους αγώνες των Αρχοντοκρητικών εναντίον των ξένων δυναστών).
Τώρα λοιπόν εξακολουθητικά μέρα και νύχτα εκπέμπονται παρακλήσεις στο Θεό, γεμάτες θρήνους και δάκρυα.
Οι φωνές αυτές καθώς και η σκόνη με πειράζουν πάρα πολύ. Πολύ συχνά τραβώ μέσα μου περισσότερη σκόνη παρά αέρα.
Τη νύχτα, εκεί που με κυριεύει ο ύπνος στον πρώτο του ερχωμό, ξυπνάω πάλι από καινούργιες φωνές. Γιατί, αν αστράψη κάπως ο ουρανός, αν παρουσιαστή καμμιά λάμψη εκεί πάνω, από κανένα άστρο που πέφτει, πράματα που τα βλέπει τώρα ο κόσμος ευκολώτερα, αφού σχεδόν όλοι διανυχτερεύομε στο ύπαιθρο, αν κάπου ακουστή κανένας κρότος ή αν κινηθή τίποτε, στη στιγμή σηκώνεται το σύθρηνο των γυναικών κι όλα γεμίζουνε με τρόμο και κραυγή.
Το εξής καλό ήρθε σαν επακόλουθο τόσων δεινών και μάλιστα καλό πολύ μεγάλο. Ενώ στο παρελθόν, από μια χείριστη συνήθεια, πάρα πολλοί νέοι και άντρες ανακατώνανε στο στόμα τους τα βρωμερώτερα λόγια της βλαστήμιας με τ’ όνομα του Χριστού, ένα μυσαρό έγκλημα, που ούτε με εγκυκλίους, ούτε με τιμωρίες ούτε με κηρύγματα και φοβέρες των ευσεβών ιερωμένων μπορούσε να καταργηθή, τώρα ο φόβος του Θεού, σε μια μονάχα στιγμή, όλους αυτούς όχι μονάχα τους συγκράτησε και τους εσταμάτησε, μα και τους ώπλισε ενάντια στους βλάσφημους. Ακολουθήσανε, στον τόπο των βλασφημιών, συχνότατοι ύμνοι στο Θεό, αδιάκοπες παρακλήσεις και πάνδημες ικεσίες, σ’ όλα τα σταυροδρόμια, για τη θεϊκή ευσπλαχνία, γεμάτες δάκρυα, που τρέχουν άφθονα.
Μια φορά δεν ξέρω ποιος τόλμησε ν’ αναφέρη αισχρά τ’ όνομα του Χριστού και παρά λίγο να τον σκοτώση ο κόσμος με τις πέτρες.
Πολλοί από κείνους που μεταξύ τους είχαν από καιρό δίκες και μίση, αγκαλιαστήκανε μπροστά μου, άφησαν αμοιβαία τις αντιδικίες κι έκλεισαν ειρήνη, φιλώντας ο ένας τον άλλο. Αλλοι πάλι, που για είκοσι χρόνια είχανε μείνει χωρίς εξομολόγηση, ωσάν τους ληστές, πήγανε στους ιερείς κι αφού κάμανε την εξομολόγησή τους, μεταλάβανε.
Κανένας δεν υπάρχει που ν’ αμφιβάλλη, πως αυτό που έγινε ήτανε μια θεϊκή οργή κι ήρθε σαν αποτέλεσμα της θεϊκής κρίσης.
Βλέπω ακόμα τούτο το καλό, να βρίσκεται μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία: Οτι η πεποίθηση όλων, πως είχε θεϊκή την προέλευση, θα συμβάλη στο να καρποφορήσουνε χρηστά ήθη.
Λογαριάζω σαν την πιο βαρειά κατάρα το γεγονός, πώς, από μια πρόληψη, χωρίστηκαν οι ορθόδοξοι από τη λατινική εκκληκσία κι ακόμα, πως πλείστοι Λατίνοι ούτε την ορθόδοξη ούτε τη λατινική λατρεία ακολουθούνε. Το πράμα αυτό σε πολλές περιστάσεις το καταδίκασα δημόσια και το καταράστηκα μπροστά σ’ όλο τον κόσμο.
Η πολιτεία τούτη ακμάζει με τους όσους πατρικίους της, που είναι μάλιστα άνθρωποι αξιώτατοι και φρονιμώτατοι.
Ομως ως προς τη θρησκεία και ως προς τη θεία λατρεία υπάρχει στους περισσότερους μεγάλη αδιαφορία. Κι είναι μάλιστα λίγα χρόνια που η προαναφερμένη τούτη αδιαφορία μεγάλωσε.
Οι νοικοκυράδες με τα παιδιά τους και με το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειών τους δεν έρχονται ποτέ στη λειτουργία και δεν λαβαίνουνε μέρος στις άγιες τελετές. Μένουνε στα σπίτια τους και δεν ξέρουνε καθόλου τη λατρεία της θρησκείας των. Και τούτο, ενώ αλλού, στις όπως πρέπει κυρίες, η θρησκεία είναι το πρώτο απ’ όλα και η εκκλησία πάντα δέεται για το πιστό γένος των γυναικών.
Κάτω από τέτοιες μητέρες ανατρέφονται τα παιδιά! Μητέρες, που απομακρύνθηκαν από τις εκκλησίες, από λάθος πρώτα των γονέων τους κι ύστερα των αντρών τους.
Πολλές φορές μίλησα με ζήλο εναντίον σε τέτοιας λογής παραπτώματα. Ποιός ο λόγος, να κρύβω και ν’ αποσιωπώ την αλήθεια, προς ζημίαν ανθρώπων, που μου τους εμπιστεύτηκε η πολιτεία και τρέφουνε για το άτομό μου θερμή αγάπη; Ανθρώπων που τους αγαπώ και δέομαι γι’ αυτούς παντοτινά, να τους βρούνε όλες οι ευτυχίες, που ποθώ να βρουν εμένα και τα παιδιά μου; (σ.Λ.Α. Βαθύ είναι το θρησκευτικό συναίσθημα, που χαρακτηρίζει τις περικοπές αυτές της επιστολής. Εαν δεν εγνωρίζαμε πως πρόκειται για πολιτικό άρχοντα, θα εξελαμβάνομε το Δονάτο σαν κανένα ιερωμένο. Φαίνεται από τις περικοπές αυτές, ότι ο Δονάτος έκανε συχνά θείο κήρυγμα στις εκκλησίες και ενδιαφερότανε ζωηρά για τη θέση, που κρατούσεν η θρησκεία στις καρδιές των υπηκόων του. Φαίνεται, πως επιθυμούσε να συμφιλιώνη τους διαιρεμένους από έχθρες κι αισθάνεται χαρά, πως ο σεισμός εστάθηκε αφορμή, να ξεχάσουνε πολλοί τα πάθη που τους εχώριζαν και να φιληθούνε μπροστά του. Δεν ξεχνά και το σχίσμα των εκκλησιών και το θεωρεί κι αυτό σαν αφορμή της θείας οργής, που εκδηλώθηκε με το μέσο της θεομηνίας).
Αλλά υπήρξα περισσότερο μακρός στο να ειπώ τις ενέργειές μου. Τούτο γίνηκε, γιατί, όταν σου τα έγραφα αυτά, φλεγόμουνα από την απίστευτα δυνατή επιθυμία να κουβεντιάσω πολύ μαζί σου. Να σου πω για την κατάσταση της οικογενείας μου και για τους κοινούς μας πόθους. Γιατί αλήθεια ποτέ ως τώρα δε λαχτάρησα τόσο, να βρεθώ μαζί σου.
Τώρα πια και ο καιρός και οι περιστάσεις μας προτρέπουνε να ζήσουμε μαζί και για την υπηρεσία του θεού και για μας τους ίδιους. Καιρός να νιώσουμε, πως είναι πράμα πολύ αξιοκατάκριτο να κρεμώμαστε από την κρίση του όχλου.
Οπως συνηθίζω να λέω, μια ημερούλα μονάχη, που θα την περνούσα μαζί σου, μέσα στη γαλήνη, είτε στο Ευσεβιανό το δικό σου, είτε στους δικούς μου κήπους στο Πατάβιο, τώρα που ακμάζει ακόμα η Δημοκρατία, εγώ τη λογιάζω πιο σημαντική, από όλα τα αξιώματα κι απ’ όλες τις τιμές. Υγίαινε.
“Ειδοί του Ιουλίου (15 του Ιουλίου) 1508”.